ὠμοβοίνας

ὠμοβοίνας
ὠμοβοΐνᾱς , ὠμοβόειος
of raw
fem acc pl
ὠμοβοΐνᾱς , ὠμοβόειος
of raw
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυκιοεργής — και συνηρ. τ. λυκιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος κατά τον τρόπο τών Λυκίων (α. «ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας εἶχον σμικράς, καὶ προβόλους δύο λυκιοεργέας ἕκαστος εἶχε», Ηρόδ. β. «λυκιουργεῑς φιάλαι», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκιος + εργής (< ἔργον)] …   Dictionary of Greek

  • ωμοβόειος — εία, ον, και ιων. τ. ὠμοβόεος, έη, ον, και ὠμοβόϊνος, ΐνη, ον, και ὠμοβόϊος, ΐα, ον, Α 1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο δέρμα βοδιού («ἀσπίδας... ὠμοβοΐνας», Ηρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμοβοέη (ενν. δορά) ακατέργαστο δέρμα βοδιού 3. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”